- ἀνάπνοια
- ἀνά-πνοια, ἡ, = foreg. 11.1, Ti. [dialect] Locr.101d, Arist.Pr.962a26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανάπνοια — ἀνάπνοια, η (Α) βλ. αναπνοιά … Dictionary of Greek
ἀνάπνοια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπνοιά — και ανεπνοιά, η (Α ἀνάπνοια) αναπνοή, εισπνοή και εκπνοή νεοελλ. 1. μικρή οπή στην κορυφή βαρελιού για την άντληση με τη στρόφιγγα τού υγρού που περιέχεται μέσα σ’ αυτό 2. η βαλβίδα τού φυσερού τού σιδηρουργού, η οποία με το ρεύμα τού αέρα… … Dictionary of Greek
ἀναπνοίας — ἀναπνοίᾱς , ἀνάπνοια fem acc pl ἀναπνοίᾱς , ἀνάπνοια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάπνοιαν — ἀνάπνοια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπνέω — (Α ἀναπνέω και επικ. ἀμπνείω και ἀμπνύω 1. εισπνέω και εκπνέω αέρα με τους πνεύμονες, ανασαίνω 2. εισπνέω ή εκπνέω χωριστά βρίσκομαι στη ζωή, ζω 4. ευχαριστιέμαι με την αναπνοή, αναζωογονούμαι 5. ελαφρώνω από βάρη ή στενοχώριες, ανακουφίζομαι,… … Dictionary of Greek